- λευκαντικός
- -ή, -όο κατάλληλος για λεύκανση: Χάρη στις λευκαντικές ιδιότητες αυτού του απορρυπαντικού τα ρούχα λάμπουν από καθαριότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λευκαντικός — ή, ό (Α λευκαντικός, ή, όν) [λευκαντής] αυτός που επιφέρει λεύκανση, ο κατάλληλος για λεύκανση («λευκαντική δύναμη») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεύκανση ή στον λευκαντή («λευκαντική τέχνη») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
λευκαντικήν — λευκαντικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκαντικῶς — λευκαντικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek